πικρομερίτης

πικρομερίτης
ο
(ορυκτ.), ορυκτή ουσία, αλάτι του καλίου και μαγνησίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πικρομερίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο θειικό ορυκτό τού καλίου και τού μαγνησίου, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών εβαποριτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. picromerite (< πικρ(ο)* + μέρος + κατάλ. ite). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα] …   Dictionary of Greek

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”